- βαναύσους
- βάναυσοςartisanmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BANAUSI — servorum genus, manuum operâ utentium. Cael. Rhodigin. l. 25. c. 18. Est autem Βάναυσος proprie fornicarius, h. e. qui circa fornaces, et caminos exercetur. Hesychius. Βκναυσία, πᾶσατέχνη διὰ πυρὸς, κυρίως δὲ κ῾ περὶ τὰς καμίνους. Καὶ πᾶς… … Hofmann J. Lexicon universale
SELLULARII Opifices — qui dicantur, notum. Eos sub rumultus Gallici famam ad bellum excitos, Liv. memorat l. 8. c. 20. Consules novi comparare inter se provincias iussi: et Mamercinus, cui Gallicum bellum obvenerat, scribere exercitum sine ulla vacationis venia, quin… … Hofmann J. Lexicon universale
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
σκαιότροπος — ον, Μ αυτός που έχει βάναυσες συνήθειες ή βάναυσους τρόπους, αγροίκος, σκαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + τροπος (< τρόπος), πρβλ. κακό τροπος] … Dictionary of Greek
τριβολεκτράπελος — ον, Α φρ. «τριβολεκτράπελα στωμύλλω» βγάζω από το στόμα μου χυδαίους ή βάναυσους αστεϊσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβολος «είδος φυτού, ζιζάνιο» + ἐκτράπελος «παράδοξος, τερατώδης»] … Dictionary of Greek
χειρωνακτικός — ή, ό / χειρωνακτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, ακτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ. γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek